- ἐπιτολῆς
- ἐπιτολήthe rising of a starfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκύων — (Αστρον.). Αστέρας στον αστερισμό του Μικρού Κυνός, Ν των Διδύμων. Είναι διπλός αστέρας, που οφείλει τη σημασία του στον δεύτερο αστέρα του ζεύγους, την ύπαρξη του οποίου προέβλεψε ήδη από το 1844 ο Γερμανός αστρονόμος και μαθηματικός Φρίντριχ… … Dictionary of Greek
σειριόκαυτος — ον, Α (κατά τον καιρό τής επιτολής τού αστέρα Σειρίου) αυτός που έχει καεί από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σείριος + καυτός (< καίω)] … Dictionary of Greek
φωσφορώ — έω, Α [φωσφόρος] 1. φέρνω φως, φωτίζω 2. (αμτβ.) (κυρίως για τη σελήνη και για διάφορους πλανήτες) εμφανίζομαι στον ορίζοντα τη χρονική στιγμή που απέχω περισσότερο από 15° από τον Ήλιο, επιτέλλω 3. (μτβ.) μτφ. φέρνω στο φως, φέρνω στη ζωή… … Dictionary of Greek